σκευάζω

σκευάζω
ΝΑ [σκεῡος]
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) συσκευάζω
αρχ.
1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.)
2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.)
3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῡ σκευάσω», Αριστοφ.)
4. διευθετώ, τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, παρατάσσω («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», Ηρόδ.)
5. κατασκευάζω («χαλινὸν... χαλκεῑ ἐκδιδόντα σκευάσαι», Πλάτ.)
6. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», Πλάτ.)
7. (σχετικά με πρόσ.) χορηγώ, παρέχω, προμηθεύω («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», Ηρόδ.)
8. ντύνω, κοσμώ, στολίζω (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», Πλούτ.
β. «ταύτην τὴν γυναίκα σκευάσαντες πανοπλίῃ», Ηρόδ.
γ. «εὐνοῡχος ἡμῑν ἦλθες ἐσκευασμένος», Αριστοφ.)
9. μτφ. α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) τακτοποιώ, συγυρίζω, κανονίζω
β) απατώ, εξαπατώ
10. (το μέσ.) σκευάζομαι
α) παρασκευάζω, προετοιμάζω για τον εαυτό μου
β) επιφέρω κάτι, γίνομαι πρόξενος για κάτι («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον ἐσκευάζοντο», Ηρόδ.)
11. φρ. α) «σκευάζω τινὰ εἴς τι» — μεταμορφώνω, μεταμφιέζω κάποιον σε κάτι, Αππ.)
β) «σκευάζω εἴδωλόν τινι» — ντύνω το ομοίωμα κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκευάζω — prepare pres subj act 1st sg σκευάζω prepare pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευᾶν — σκευάζω prepare fut part act masc voc sg (doric aeolic) σκευάζω prepare fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκευάζω prepare fut part act masc nom sg (doric aeolic) σκευάζω prepare fut inf act σκευή equipment fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευάζῃ — σκευάζω prepare pres subj mp 2nd sg σκευάζω prepare pres ind mp 2nd sg σκευάζω prepare pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευάσω — σκευάζω prepare aor subj act 1st sg σκευάζω prepare fut ind act 1st sg σκευάζω prepare aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκευασμένα — σκευάζω prepare perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκευασμένᾱ , σκευάζω prepare perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκευασμένᾱ , σκευάζω prepare perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσκεύασθε — σκευάζω prepare plup ind mp 2nd pl σκευάζω prepare perf imperat mp 2nd pl σκευάζω prepare perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαζομένων — σκευάζω prepare pres part mp fem gen pl σκευάζω prepare pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαζόμενον — σκευάζω prepare pres part mp masc acc sg σκευάζω prepare pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαζόντων — σκευάζω prepare pres part act masc/neut gen pl σκευάζω prepare pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευασαμένων — σκευάζω prepare aor part mid fem gen pl σκευάζω prepare aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”